- ἀνάρμοστα
- ἀνάρμοστοςnot fittingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξωρος — ἔξωρος, ον (AM) 1. παράκαιρος («ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα» ενεργώ παράκαιρα και ανάρμοστα, Σοφ.) 2. αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη εποχή ή ηλικία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ώρα «εποχή, καιρός»] … Dictionary of Greek
ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… … Dictionary of Greek
ενασμενίζω — και ενασμενίζομαι (AM ἐνασμενίζω) ευχαριστούμαι με κάτι, ικανοποιούμαι, αισθάνομαι χαρά, τό δέχομαι ευχάριστα και πρόθυμα («συμποσίοις ἐπικαίροις ἐνασμενίζω», Φίλ.) νεοελλ. ενασμενίζομαι σεμνύνομαι, καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι, (κυρίως ανάρμοστα … Dictionary of Greek
κακοσχολεύομαι — (Α) [κακόσχολος] παίζω κακά, ανάρμοστα, άσχημα παιχνίδια, δαπανώ άσχημα την ώρα τής σχόλης μου, κακοσχολώ* … Dictionary of Greek
οψιμαθής — ές (Α ὀψιμαθής, ές) αυτός που διδάχθηκε και έμαθε κάτι σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα («τῶν γερόντων τοῑς ὀψιμαθέσι», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που εφαρμόζει με άσχημο τρόπο τα όσα έμαθε 2. (με υποτιμητική σημ.) αυτός που επιδιώκει να μάθει… … Dictionary of Greek
σκάρτος — η, ο, Ν 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, άχρηστος ή ακατάλληλος 2. αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. αυτός που παρουσιάζει βλάβη ή ελάττωμα ή είναι κατώτερης ποιότητας 4. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που δεν έχει καλό χαρακτήρα και δεν σέβεται… … Dictionary of Greek
σολοικίζω — ΝΑ μιλώ ή γράφω εσφαλμένα, ιδίως κατά τη σύνταξη, κάνω σολοικισμούς αρχ. 1. κάνω ανοησίες 2. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, φέρομαι ανάγωγα 3. φρ. «Περὶ σολοικιζόντων λόγων» τίτλος πραγματείας τού Χρυσίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σολοικίζω έχει προέλθει από… … Dictionary of Greek
ακαιρολόγος — α, ο αυτός που μιλάει άκαιρα ή ανάρμοστα: Οι γνωστοί του άρχισαν να τον αποφεύγουν, γιατί ήταν φοβερά ακαιρολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)